- τσεκούρι
- hache
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τσεκούρι — τσεκούρι, το και τσικούρι, το (λ. λατ.), κοφτερό εργαλείο με στειλιάρι για το κόψιμο ξύλων, πελέκι, μπαλτάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσεκούρι — Ημιορεινός οικισμός (27 κάτ., υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουβοποτάμου. * * * και τσικούρι, το, Ν πέλεκυς, μπαλτάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεκούριον (< securis «τσεκούρι»), με… … Dictionary of Greek
αξίνα — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για σκάψιμο ή και για το σχίσιμο ξύλων. Αποτελείται από δύο στόματα, ένα πλατύ και ένα μυτερό. Λέγεται και αξινάρι ή ξινάρι, και το στυλιάρι της, αξινοκράτημα. Η α. είναι γνωστή από την αρχαία εποχή. Ήταν… … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… … Dictionary of Greek
σεκούριον — τὸ, Α τσεκούρι, πέλεκυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. securis «τσεκούρι»] … Dictionary of Greek
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek
τσεκουράτος — και τσικουράτος, η, ο, Ν 1. κοφτερός σαν τσεκούρι 2. μτφ. α) σαφής και αυστηρός β) δηκτικός, δριμύς. επίρρ... τσεκουράτα μτφ. σαφέστατα και αυστηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσεκούρι / τσικούρι + κατάλ. άτος (πρβλ. σταρ άτος)] … Dictionary of Greek
τσεκουριά — η, Ν χτύπημα με τσεκούρι («με μια τσεκουριά έριξε το δέντρο κάτω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσεκούρι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
τσεκουρώνω — Ν [τσεκούρι] 1. χτυπώ με τσεκούρι 2. μτφ. α) τιμωρώ αυστηρά β) (σχετικά με μαθητές) i) βαθμολογώ υπερβολικά αυστηρά ii) απορρίπτω σε εξετάσεις λόγω υπερβολικής αυστηρότητας … Dictionary of Greek
Αγριώνια — Βακχική γιορτή, που γινόταν στον Ορχομενό της Βοιωτίας, τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, ίσως κάθε τριετία. Κατά τον Πλούταρχο, η γιορτή είχε το παρακάτω τυπικό: γυναίκες έτρεχαν στα χωράφια και στα βουνά, αναζητώντας τον Διόνυσο. Ταυτόχρονα, με… … Dictionary of Greek